κορδέλιασμα

κορδέλιασμα
το
[κορδελιάζω]
1. ράψιμο κορδέλας, ρελιού στην άκρη υφάσματος ή δέρματος
2. γάζωμα με τη μηχανή τών δερμάτινων τεμαχίων τού υποδήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κορδέλιασμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κορδελιάζω, γάζωμα με τη μηχανή των δερμάτινων τεμαχίων του υποδήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”